- υπόκρυψη
- [ипокрипси] ουσ. Θ. прикрывание, маскирование,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υπόκρυψη — η / ὑπόκρυψις, ύψεως, ΝΑ [ὑποκρύπτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκρύπτω … Dictionary of Greek